- πυροβολεῖ
- πυροβολέωsow wheatpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)πυροβολέωsow wheatpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεμίστρα — η, ΝΜ άνοιγμα στο τείχος οχυρού ή κατάλληλα διαρρυθμισμένη θυρίδα στην κορυφή του, από όπου ο πολεμιστής μπορεί να πυροβολεί ή, κατά τον μεσαίωνα, να ρίχνει βέλη προστατευόμενος από τα εχθρικά πυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμίζω + επίθημα τρα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πρηνηδόν — ΝΜ επίρρ. 1. σε στάση πρηνή, με το πρόσωπο προς το έδαφος, μπρούμυτα 2. φρ. «θέση ή στάση πρηνηδόν» στρ. μια από τις τρεις θεμελιώδεις θέσεις τού στρατιώτη που πυροβολεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρηνής + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
χάρος — Μεγάλη ύφαλος στο βόρειο Αιγαίο, 10 μίλια από τις ακτές της Λήμνου. Είναι πολύ επικίνδυνη για τα πλοία γιατί σε πολλά σημεία το νερό φτάνει μόλις τις τρεις οργυιές. * * * ο, Ν 1. ο θάνατος και, ιδίως, η προσωποποίηση τού θανάτου, ο χάροντας («για … Dictionary of Greek
ψαχνός — ή, ό, Ν 1. (για κρέας σφαγίου) αυτός που αποτελείται μόνο από σάρκα χωρίς κόκαλα ή λίπος 2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) το ψαχνό α) άπαχο κρέας σφαγίου χωρίς κόκαλα β) μτφ. το ουσιώδες μέρος μιας υπόθεσης («έλα στο ψαχνό») 3. φρ. α) «ο νους του στο… … Dictionary of Greek
Αυραντίνης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τις Σπέτσες. Μαζί με άλλους συμπατριώτες του, κατέλαβε ένα οχυρό κατά την πολιορκία της Τρίπολης και, καθώς ήταν καλός κανονιέρης, έστρεψε τα κανόνια του οχυρού και άρχισε να πυροβολεί την έδρα του Τούρκου πασά … Dictionary of Greek
Γκοσινί, Ρενέ — (Rene Goscinny, Παρίσι 1926 – 1977). Γάλλος σεναριογράφος ιστοριών κόμιξ. Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στα γραφεία του Παγκόσμιου Τύπου στις Βρυξέλλες όπου εργαζόταν,… … Dictionary of Greek
κονκισταδόρες — (conquistadors). Ισπανοί εξερευνητές που συμμετείχαν στην πολιτική και στρατιωτική επιχείρηση (conquista) του 16oυ αι., η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κυριαρχία της χώρας τους στην Κεντρική και Νότια Αμερική, εκτός από τη Βραζιλία, η οποία… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
πολεμίστρα — η άνοιγμα τείχους απ όπου πυροβολεί ο πολεμιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)